глухо - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

глухо - translation to πορτογαλικά


глухой      
surdo ; (неясный, приглушенный) surdo, abafado ; (смутный) vago ; (дикий) inculto, selvagem ; (густо заросший) espesso ; (отдаленный, захолустный) longínquo, ermo, perdido ; (плотно закрытый) bem fechado ; inteiriço ; {перен.} (поздний) avançado ; surdo (m)
глухо      
surdamente, de modo surdo ; (наглухо) hermeticamente
fazer-se de surdo      
прикинуться глухим, притвориться глухим

Ορισμός

глухо
1. нареч.
Соотносится по знач. с прил.: глухой (2,4,8,9).
2. предикатив
Оценка какой-л. ситуации как затаенной, смутной.

Βικιπαίδεια

Глухо
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για глухо
1. Звоним в дверь указанной дворником квартиры - глухо.
2. - Дочки, сфотографируйте меня, пожалуйста, - глухо просит мужчина.
3. Издалека глухо доносится Верди -- оркестр, голоса.
4. - Чистой воды популизм, - глухо пробурчали многоопытные торговцы.
5. Действительность оперы - узнаваемо российская, причем глухо- провинциальная.